- ἱεμένως
- ἵημιJa-c-iopres part mid masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεμένως — ἱεμένως (Α) επίρρ. πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιέμενος τού ιέμαι] … Dictionary of Greek